σύμπραξη
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
η / σύμπραξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπράττω
συμμετοχή σε κοινό έργο, συνεργασία.
Greek Monolingual
η / σύμπραξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπράττω
συμμετοχή σε κοινό έργο, συνεργασία.