αγριέλαιος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
ἀγριέλαιος, -ον (Α)
ἀγριελαία
1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς
2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος
α) η αγριελιά
β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος ἐγκεντρισθεῑσα τῷ ὄντως καλῷ καὶ ἐλεήμονι λόγῳ... καλλιέλαιος γίγνεται».