αγριέλαιος
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek Monolingual
ἀγριέλαιος, -ον (Α)
ἀγριελαία
1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς
2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος
α) η αγριελιά
β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος ἐγκεντρισθεῖσα τῷ ὄντως καλῷ καὶ ἐλεήμονι λόγῳ... καλλιέλαιος γίγνεται».