διέδεξε
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
v. διαδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διέδεξε: ἴδε ἐν λ. διαδείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. διαδείκνυμι.
Spanish (DGE)
v. διαδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
διέδεξε: impers. Her. 3 л. sing. aor. к διαδείκνυμι.