διόρισμα
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ατος, τό, ordinance, Porph.Abst.1.7.
German (Pape)
[Seite 635] τό, Bestimmung, Erklärung, Sp.
Spanish (DGE)
-ματος, τό prescripción, decreto Porph.Abst.1.7.
Greek Monolingual
διόρισμα, το (AM) διορίζω
μσν.
περιστατικό
αρχ.
διαίρεση, διάκριση.