δραπετίσκος
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
ὁ, Dim. of δραπέτης, Luc.Fug.33.
German (Pape)
[Seite 665] ὁ, dim. von δραπέτης, in verächtlichem Sinne, Luc. Fugit. 33.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπετίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ δραπέτης, Λουκ. Δραπέτ. 33.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
misérable esclave fugitif.
Étymologie: δραπέτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ dim. de δραπέτης esclavillo sent. despect. τὼ δύο τούτω δραπετίσκω estos dos miserables esclavos Luc.Fug.33.
Greek Monotonic
δρᾱπετίσκος: ὁ, υποκορ. του δραπέτης, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱπετίσκος: ὁ жалкий беглец Luc.