διφρουργία
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
η, (ἔργον) making chairs, Thphr.HP3.10.1.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, das Wagenbauen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διφρουργία: ἡ, (*ἔργω) =διφροπηγία, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 10, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fabricación de sillas χρήσιμον ... ξύλον ... εἰς διφρουργίαν Thphr.HP 3.10.1.
Greek Monolingual
διφρουργία, η (Α)
κατασκευή δίφρου.