Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βαρυκέφαλος

From LSJ
Revision as of 13:55, 1 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκέφᾰλος Medium diacritics: βαρυκέφαλος Low diacritics: βαρυκέφαλος Capitals: ΒΑΡΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: baryképhalos Transliteration B: barykephalos Transliteration C: varykefalos Beta Code: baruke/falos

English (LSJ)

ον, A large- or heavy-headed, of dogs, Arr.Cyn.4.4. II metaph., top-heavy, Vitr.3.3.5.

German (Pape)

[Seite 434] schwerköpfig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν τὴν κεφαλήν, βαρὺς τὸν νοῦν, χονδροκέφαλος, Ἰουστῖν. Μ.· -ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4. ΙΙ. μεταφ., ὁ βαρὺ ἔχων τὸ ἀνώτατον μέρος (ἐπὶ οἰκοδομημάτων), Βιτρούβ 3. 2.

Spanish (DGE)

-ον
1 de perros de cabeza grande Arr.Cyn.4.4.
2 fig. de templos con columnas de gran capitel cf. lat. barycephalae aedes Vitr.3.3.5.

Greek Monolingual

και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, -η, -ο (Α βαρυκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει βαρύ, μεγάλο κεφάλι
νεοελλ.
1. (για δέντρο ή τη σκιά του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο
2. εκείνος που δύσκολα αντιλαμβάνεται κάτι, ο αργόστροφος
3. ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης.