αἰκέλιος

Revision as of 09:15, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ον, poet. for ἀεικέλιος, Thgn. 1344, E.Andr.131 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰκέλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀεικέλιος, Θέογν. 1344, Εὐρ. Ἀνδρ. 131.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀεικέλιος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): ἀεικ- Hom., A.R.1.304, 2.1126, Nic.Th.271, INap.95.3 (I d.C.)
• Morfología: [-ος, -ον Od.19.341]
I 1inconveniente, temible πληγή Od.4.244, ἀλαωτύς Od.9.503, ἄλγος Od.14.32, νύχμα Nic.l.c.
ultrajante δεσμός Sol.3.25
funesto ὄρνις A.R.1.304, ναῦς A.R.2.1126, Μοῖρά τις ἀεικέλιος INap.l.c.
2 miserable, inferior, vil χιτών Od.24.228, κοίτη Od.19.341, δέμας E.Andr.131, ἔργον Luc.Syr.D.25 (ap. crít)
de pers. indigno, vil, Od.6.242, ἐπ' αἰκελίῳ παιδὶ δαμείς Thgn.1344, με ἕλεν κάματος λυγρὸς ἀεικέλιον IG 22.7198 (II d.C.)
de un ejército indigno, cobarde, Il.14.84.
II adv. -ως inconveniente, terriblemente ῥυστάζειν Od.16.109, 20.319, ἐδαμάσθην Od.8.231.

Greek Monotonic

αἰκέλιος: -ον, ποιητ. αντί ἀεικέλιος.

Russian (Dvoretsky)

αἰκέλιος: Eur. = ἀεικέλιος.

Middle Liddell

[poetic for ἀεικέλιος

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰκέλιος -ον poët. voor ἀεικέλιος.