αἱματοσταγής

Revision as of 10:33, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, (στάζω) blood-dripping, reeking with blood, φόνος A.Ag.1309, cf. Pers.816, E. Supp.812 (lyr.), Ar.Ra.471.

Greek (Liddell-Scott)

αἱματοσταγής: -ές, (στάζω) = ὁ στάζων αἷμα, ἀνχίζων αἷμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ λέξις εἶνε παρὰ τὸ μέτρον: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. δειματοσταγής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dégouttant de sang.
Étymologie: αἷμα, στάζω.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτοστᾰγής) -ές
1 que gotea sangre φόνος A.A.1309, ἄχθος A.Ch.842, Ἀχερόντιός τε σκόπελος Ar.Ra.471, κηλίς E.Fr.871.
2 envuelto en sangre νεκροί A.Th.836, σώματα E.Supp.812.

Greek Monotonic

αἱμᾰτοστᾰγής: -ές (στάζω), αυτός που στάζει αίμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτοστᾰγής:
1) струящийся, истекающий или облитый кровью (νεκροί Aesch.; σώματα Eur.; Ἀέρόντιος σκόπελος Arph.);
2) перен. обагренный кровью, запятнавший себя убийствами (ἔθνος Aesch.).

Middle Liddell

στάζω
blood-dripping, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματοσταγής -ές αἷμα, στάζω druipend van het bloed.

English (Woodhouse)

dripping with blood, reeking with blood