αὐχενιστήρ
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ῆρος, ὁA, βρόχος αὐ. halter, Lyc.1100; ligature for neck, Hippiatr.10.
German (Pape)
[Seite 405] βρόχος, Strick zum Erhenken, Lycophr. 1100.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχενιστήρ: ῆρος, ὁ, βρόχος αὐχ., πρὸς ἀπαγχόνισιν, Λυκόφρ. 1100.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
dogal αὐ. βρόχος Lyc.1100, en vet. utilizado como torniquete τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8bis.
Greek Monolingual
αὐχενιστήρ, ο (Α) αυχενίζω
1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό
2. επίδεσμος του αυχένα.