ἀνυποταξία

Revision as of 10:18, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, indiscipline, Phld.Lib.p.630.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποταξία: ἡ, τὸ μὴ ὑποτάσσεσθαι, Βασίλ. IV. 261A κ. ἄλλοι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
indisciplina Phld.Lib.p.63
desobediencia Cyr.Al.M.69.1240B.

Greek Monolingual

η (Α ἀνυποταξία)
απείθεια, ανυπακοή
νεοελλ.
Στρ. στρατιωτικό αδίκημα κατά το οποίο στρατεύσιμος δεν παρουσιάστηκε για κατάταξη την τακτή ημερομηνία.