ἀποδειλίασις

From LSJ
Revision as of 15:05, 2 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδειλίᾱσις Medium diacritics: ἀποδειλίασις Low diacritics: αποδειλίασις Capitals: ΑΠΟΔΕΙΛΙΑΣΙΣ
Transliteration A: apodeilíasis Transliteration B: apodeiliasis Transliteration C: apodeiliasis Beta Code: a)podeili/asis

English (LSJ)

εως, ἡ, cowardice, Plb.3.103.2; ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, μεγάλη δειλία, φόβος καὶ τρόμος, Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. πρός τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
crainte, lâcheté.
Étymologie: ἀποδειλιάω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
cobardía Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.Alex.13.

Greek Monolingual

ἀποδειλίασις, η (Α)
η μεγάλη δειλία.

Greek Monotonic

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, μεγάλη δειλία, υπερβολικός φόβος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειλίᾱσις: εως ἡ робость, малодушие Polyb., Plut.

Middle Liddell

[from ἀποδειλιάω
great cowardice, Plut.