εἰκοτολογία

Revision as of 15:19, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, probability or inference from a probability, likely explanation, probable conjecture Archyt. ap. Stob.1.41.5, Phld.Rh. 1.80 S., Str.13.3.1, Iamb.VP18.86 (pl.), Herm. in Phdr. p.74 A. (pl.), Simp.in Ph.18.30.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
conjetura, probabilidad op. ἐπιστήμηconocimiento’ εἰ. καὶ σ[το] χασμός Phld.Rh.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.Pyth.Hell.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.VP 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis Simp.in Ph.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.in Metaph.5.5, Eust.729.20, op. ἀλήθεια Procl.in Ti.1.339.1, op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον Procl.in Ti.1.348.26.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοτολογία: ἡ, πιθανολογία, πιθανὴ εἰκασία, Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 724, Στράβων 620.

Greek Monolingual

η (Α εἰκοτολογία)
η διατύπωση μιας άποψης κατά συμπερασμό, χωρίς βεβαιότητα.