πιθανολογία
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἡ, use of probable arguments, opp. demonstration (ἀπόδειξις), Pl.Tht.162e, cf.Ep.Col.2.4, Gal.17(1).619.
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, das Vorbringen von Gründen, um Etwas wahrscheinlich zu machen, Plat. Theaet. 162 e, Gegensatz zu ἀπόδειξις u. ἀνάγκη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
langage persuasif, raison spécieuse.
Étymologie: πιθανολόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθανολογία -ας, ἡ [πιθανολογέω] waarschijnlijkheidsredenering.
Russian (Dvoretsky)
πῐθᾰνολογία: ἡ стремление внушить уверенность, уговаривание Plat., NT.
English (Strong)
from a compound of a derivative of πείθω and λόγος; persuasive language: enticing words.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πιθανολογώ
1. πιθανολόγημα, λόγος ή γνώμη που στηρίζεται σε πιθανότητες
2. συνεκδ. υπόθεση, εικασία, εικοτολογία.
Greek Monotonic
πῐθᾰνολογία: ἡ, χρήση λογικών και πιθανών επιχειρημάτων, αντίθ. προς την απόδειξη (ἀπόδειξις), σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθᾰνολογία: ἡ, ἡ χρῆσις πιθανῶν ἐπιχειρημάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπόδειξιν, Πλάτ. Θεαίτ. 163Α, Ἐπιστ. πρ. Κολασ. β΄, 4· ― ἡ πιθανολογική, ἡ τέχνη τοῦ χρῆσθαι πιθανοῖς λόγοις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 8, 7.
Middle Liddell
πῐθᾰνολογία, ἡ,
the use of probable arguments, as opp. to demonstration (ἀπόδειξισ) Plat. [from πῐθᾰνολόγος]
Chinese
原文音譯:piqanolog⋯a 披他挪-羅居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:勸誘-陳述(說話著)
字義溯源:勸誘遊說,花言巧語,似有理的論據,花言巧語;由(ἐπισείω / πείθω)=說服)與(λόγος)=話)組成;而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 花言巧語(1) 西2:4