ἐνωπαδίς
From LSJ
English (LSJ)
Adv. = ἐνωπαδίως (in one's face, to one's face), ARh. 4.354.
German (Pape)
[Seite 861] = Folgdm; ἔκφατο μῦθον Ap. Rh. 4, 340; ἷζεν 4, 1415.
Spanish (DGE)
(ἐνωπᾰδίς)
• Prosodia: [ῐ]
adv. enfrente καὶ δ' αὐτὴ ... ἷζεν ἐ. y ella se sentó enfrente A.R.4.720, οὐδ' ἂν ... ἐ. ἀίξειεν y no atacaría de frente A.R.4.1507
•delante, ante la vista, cara a cara ἐ. ἄμμι φανεῖσαι A.R.4.1415, ἐ. ἔκφατο μῦθον A.R.4.354.
Greek Monolingual
και ενωπαδίως και ενωπαδόν ἐνωπαδὶς και ἐνωπαδίως και ἐνωπαδόν (Α)
επίρρ. κατά πρόσωπο, κατ' όψη, στη φάτσα, φανερά, ενώπιον (διάφ. γραφή του ενωπαδίως: ενωπιδίως).