ἑβδομάκις
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
Adv. seven times, Call.Del.251.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομάκις: ἐπίρρ. ἑπτάκις, Καλλ. εἰς Δῆλ. 251.
Spanish (DGE)
adv. siete veces ἐκυκλώσαντο ... ἑ. περὶ Δῆλον Call.Del.251.