ἐξάρθρησις
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
εως, ἡ, = ἐξάρθρημα (dislocation), Hp. Art. 53, Gal. 6.876.
German (Pape)
[Seite 872] Hippocr. = ἐξαρθρόω, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. dislocación, luxación κατὰ τὸ ἰσχίον Hp.Art.53, χρησίμη πρός τε τὰς τῶν ὀστέων θέσεις καὶ ἐξαρθρήσεις Hp.Ep.22, δύο ἐξαρθρήσεις ἀγκῶνος Apollon.Cit.11, ἐν ταῖς ἐξαρθρήσεσί τε καὶ παραρθρήσεσι Gal.6.870, μεγάλη ἐ. Gal.4.11, cf. Orib.47.5.12, Paul.Aeg.6.122.
Greek Monolingual
ἐξάρθρησις, η (Α) εξαρθρώ
εξάρθρωση.