ἄμβικος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, v. ἄμβιξ.
German (Pape)
[Seite 118] ὁ, Ath. IV, 152 c, = ἄμβιξ, ικος, ὁ, Becher, Ath. XI, 480 c.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vaso de boca estrecha Posidon.67.25, CIG 3071.7 (Teos), EM 1037, AB 226.
Greek Monolingual
ο
μεταγενέστερος τύπος του άμβιξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. της λ. άμβιξ].