βαθύνοος
English (LSJ)
ον, contr. βαθύ-νους, ουν, of deep mind, Νέστωρ [Arist.] Pepl.9.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύνοος: συνῃρ. -νους, ουν, ἔχων βαθὺν νοῦν, Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 23 (Ἀποσπ. 13 Bgk.).
French (Bailly abrégé)
Greek Monotonic
βᾰθύνοος: συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει βαθιά και μεστή σκέψη, σε Ανθ.