μέσσαυλος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
μέσσαυλον, μεσσηγύ, μεσπιλ-γύς, v. μες-.
Greek (Liddell-Scott)
μέσσαυλος: μέσσαυλον, μεσσηγύ, -γύς, ἴδε ἐν λ. μεσ-.
French (Bailly abrégé)
v. μέσαυλος.
Greek Monolingual
μέσσαυλος, -ον (Α)
(επικ. τ.) βλ. μέσαυλος.
Greek Monotonic
μέσσαυλος: μεσηγύ, βλ. μέσ-αυλος, μεσηγύ.
Frisk Etymological English
(-ον)
See also: s. μέταυλος.
Frisk Etymology German
μέσσαυλος: (-ον)
{méssaulos}
See also: s. μέταυλος.
Page 2,215