οἰνάρεον
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek (Liddell-Scott)
οἰνάρεον: τό, ποιητ. ἀντὶ οἴνᾰρον, φύλλον ἀμπέλου, Θεόκρ. 7. 134.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. οἴναρον.
Étymologie: οἰνάρεος.
Greek Monotonic
οἰνάρεον: τό, ποιητ. αντί οἴνᾰρον, αμπελόφυλλο, κληματόφυλλο, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνάρεον: (ᾰ) τό Theocr. = οἴναρον.