μορμολυκεῖον

Revision as of 14:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A bogey, hobgoblin, Ar.Th.417 (pl.), Pl.Phd.77e, Socr. ap. Arr.Epict.2.1.15 (pl.), Gal.Protr.10. 2 μορμολυκεῖον κωμῳδικόν = comic mask, Ar.Fr.31, cf. 131.

Greek (Liddell-Scott)

μορμολῠκεῖον: ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, φόβητρονπροσωπεῖον εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ou μορμολύκειον;
ου (τό) :
mannequin pour faire peur aux enfants.
Étymologie: μορμολύττω.

Greek Monotonic

μορμολῠκεῖον: τό, = μορμώ, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μορμολῠκεῖον: и μορμολύκειον τό пугало, страшилище (τινι Arph.; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).

Middle Liddell

μορμολῠκεῖον, ου, τό, = μορμώ, Plat.] [from μορμολύττομαι

English (Woodhouse)

goblin, hobgoblin