μαινόλις
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek (Liddell-Scott)
μαινόλις: θηλ. τοῦ μαινόλης, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
c. μαινόλης.
Greek Monotonic
μαινόλις: θηλ. του μαινόλης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μαινόλις: ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая (διάνοια Aesch.; ἀσέβεια Eur.).
Middle Liddell
fem. of μαινόλης, Eur.