μαινόλις

From LSJ
Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαινόλις: θηλ. τοῦ μαινόλης, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
c. μαινόλης.

Greek Monotonic

μαινόλις: θηλ. του μαινόλης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μαινόλις: ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая (διάνοια Aesch.; ἀσέβεια Eur.).

Middle Liddell

fem. of μαινόλης, Eur.