παναισχής

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

German (Pape)

[Seite 456] ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναισχής: -ές, ὅλως ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 163.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait honteux.
Étymologie: πᾶν, αἶσχος.

Greek Monotonic

πᾰναισχής: -ές (αἶσχος), εντελώς άσχημος, ασχημότατος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναισχής: Arst. = πάναισχρος.

Middle Liddell

πᾰν-αισχής, ές αἶσχος
utterly ugly, ugliest, Arist.