παρόψομαι

From LSJ
Revision as of 12:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek (Liddell-Scott)

παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.

French (Bailly abrégé)

f. de παροράω.

Greek Monotonic

παρόψομαι: μέλ. του παροράω.

Russian (Dvoretsky)

παρόψομαι: fut. к παροράω.