τανυπτέρυξ
English (LSJ)
υγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος (with extended wings, long-winged), οἰωνοί Il. 12.237 ; ἅρπη 19.350 ; — also τανυπτέρυγος, ον, μυῖα Simon. 32 (cf. POxy. 1087.32) ; gen. pl. τανυπτερύγων may belong to either, Ἐρώτων Sammelb. 6699.1 (Ptolemaic).
German (Pape)
[Seite 1067] υγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, mit ausgebreiteten, ausgespannten od. langen Flügeln; auch weit od. schnell fliegend; οἰωνοί, Il. 12, 237; ἅρπη, 19, 350; νώτων, Antp. Th. 19 (IX, 59).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνυπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, οἰωνοὶ Ἰλ. Μ. 237· ἅρπη Τ. 350· - ὡσαύτως τᾰνῠπτέρῠγος, ον, Σιμωνίδ. 39.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
aux longues ailes, aux ailes déployées, aux ailes rapides.
Étymologie: τανύω, πτέρυξ.
English (Autenrieth)
υγος: with wide-stretching wings, Il. 12.237 and Il. 19.350.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, Α
τανύπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + πτέρυξ, -υγος (πρβλ. μελανο-πτέρυξ).
Greek Monotonic
τᾰνυπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνυπτέρυξ: ῠγος adj. Hom. = τανύπτερος.
Middle Liddell
τᾰνυ-πτέρυξ, ῠγος, = τανύπτερος, Il.]