τανυπτέρυγος
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
English (LSJ)
v. τανυπτέρυξ.
German (Pape)
[Seite 1067] = Folgdm, Simonds. Irg. 2; Antp. Th. 19 (IX, 59).
Greek Monolingual
και τανυσιπτέρυγος, -ον, Α
τανυπτέρυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πτέρυγος (< πτέρυξ, -υγος), πρβλ. εὐ-πτέρυγος. Ο τ. τανυσιπτέρυγος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].