ἐπίστᾳ
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
for ἐπίστασαι, 2sg. of ἐπίσταμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστᾳ: ἀντὶ ἐπίστασαι, β΄ ἑνικ. τοῦ ἐπίσταμαι, Πίνδ., Αἰσχύλ.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. prés. ind. de ἐπίσταμαι.
Greek Monotonic
ἐπίστᾳ: αντί ἐπίστασαι, βʹ ενικ. του ἐπίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίστᾳ: Aesch., Pind. (= ἐπίστασαι) 2 л. sing. praes. ind. к ἐπίσταμαι I.