Greek (Liddell-Scott)
ἠγάασθε: ἴδε ἐν λ. ἄγαμαι.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ pl. impf. épq. de ἀγάομαι.
English (Autenrieth)
see ἄγαμαι.
Greek Monotonic
ἠγάασθε: Επικ. αντί ἤγασθε, βʹ πληθ. του ἄγαμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἠγάασθε: стяж. ἠγᾶσθε (γᾱ) эп. 2 л. pl. impf. к ἀγάομαι.