ἵκτιος
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
German (Pape)
[Seite 1250] will Dindorf für ἱκταῖος bei Aesch. lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἵκτιος: -ον, ἴδε ἱκταῖος.
French (Bailly abrégé)
c. ἱκταῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἵκτιος: Aesch. = ἱκέσιος.