κατάστεγος

Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (στέγη) covered in, roofed, αὐλαὶ κατάστεγοι Hdt.2.148; ἐν τῷ κ. δρόμῳ Pl.Euthd.273a; [νεοττιαὶ ἀλκυόνος] Arist.HA616a25, cf. Men. Sam.76, Ph.Bel.80.32, Plb.9.41.9; ὁδοί Lib.Or.9.8.

German (Pape)

[Seite 1381] bedeckt, bedacht; αὐλαί Her. 2, 148; δρόμος Plat. Euthyd. 273 a; νεοττιαί Arist. H. A. 9, 14; σύριγγες Pol. 9, 41, 9; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d'un toit, couvert.
Étymologie: κατά, στέγη.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστεγος: ον (στέγη), ἐστεγασμένος καλῶς, ἐντελῶς κεκαλυμμένος, ἀντίθ. ὕπαιθρος, αὐλαὶ κατάστεγοι Ἡρόδ. 2. 148· ἐν τῷ κατ. δρόμῳ Πλάτ. Εὐθύδ. 273Α· κ. νεοττιαὶ ἁλκυόνος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 3· ὁδοὶ κατάστεγοι Ἀθήν. 519C· σύριγγες κατ. Πολύβ. 9. 41, 9· ἐν ὑπαίθρῳ χωρίῳ ἢ καταστέγῳ Γαλ. 6, σ. 84· τὰς μὲν ἐν ὑπαίθρῳ γίγνεσθαι, τὰς δὲ ἐν καταστέγῳ, τὰς δὲ ἐν ὑποσυμμιγεῖ σκιᾷ ὁ αὐτ. 6. 137 καὶ 94. 12· ἑκάστη πλευρά κ. ὑπὸ χορῷ κιόνων Ἀχιλλ. Τάτ. Λευκ. 1. 15.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάστεγος, -ον)
εντελώς καλυμμένος με στέγη, στεγασμένος καλά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κατάστεγο
στεγασμένο μέρος, υπόστεγο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάστεγον
στεγασμένος χώρος τών αρχαίων γυμναστηρίων που περιλάμβανε το γυμναστήριο, το αλοιφείο κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. άστεγος, υπόστεγος].

Greek Monotonic

κατάστεγος: -ον (στέγη), καλά στεγασμένος, καλυμμένος εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάστεγος: снабженный кровлей, (по)крытый (αὐλαί Her.; δρόμος Plat.; νεοττιαί Arst.; σύριγγες Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάστεγος -ον [κατά, στέγη] overdekt, van een dak voorzien.

Middle Liddell

κατά-στεγος, ον στέγη
covered in, roofed, Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

roofed in