σαρκόω

Revision as of 08:53, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A make fleshy or strong, Hp.Off.13, Arist.HA603b30, cf. Plu.2.54e:—Pass., grow fleshy, Aret.SD1.8; σεσαρκωμένος fleshy, Hp.Art.8, Arist.PA656b10. II make or produce flesh, flesh up a wound, ἀνάτριψις σαρκοῦσα Hp.Off.24:—Pass., θᾶσσον σαρκοῦται Id.Fract.27. III make flesh of, χαλκὸν σ., of a sculptor, AP9.742 ([Phil.]).

German (Pape)

[Seite 863] fleischig machen, mästen; Arist. H. A. 8, 21; σεσαρκωμένη κεφαλή, partt. an. 2, 10; τὸ σαρκοῦν τῆς δυνάμεως, Plut. ad. et am. discr. 15; – auch Fleisch erzeugen, eine Wunde beim Heilen mit Fleisch füllen, Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remplir de chair, càd rendre charnu, épais.
Étymologie: σάρξ.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόω: (σὰρξ) κάμνω τινὰ σαρκώδη ἢ ἰσχυρόν, ἐνδυναμώνω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 79C. ― Παθ., γίνομαι σαρκώδης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8· σεσαρκωμένος, σαρκώδης, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 784, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 12. ΙΙ. παράγωκάμνω σάρκα, διὰ σαρκὸς καλύπτω καὶ κλείω τὴν πληγήν, σαρκοποιῶ, σαρκοῦσα ἀνάτριψις Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 748. ― Παθ., θᾶσσον σαρκοῦνται ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 769. ΙΙΙ. μεταβάλλω τι εἰς σάρκα, χαλκὸν σ., ἐπὶ χαλκοτύπου ἢ ἀνδριαντοποιοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 742. IV. ἐν τῷ Παθ., γίνομαι σάρξ, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8643, 8961, Σύμβολ. Νικ.

Greek Monotonic

σαρκόω: μέλ. -ώσω (σάρξ), κάνω την άψυχη ύλη να μοιάζει με ανθρώπινη σάρκα, λέγεται για γλύπτη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σαρκόω:
1) делать мясистым, плотным, упитанным (σ. καὶ πιαίνειν Arst.): σεσαρκωμένος Arst. мясистый; ἰσχὺς σαρκοῦσα Plut. сила, наращивающая мышечную ткань;
2) (о художнике), превращать в (живую) плоть, оживлять (χαλκόν Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρκόω [σάρξ] vlezig maken, sterk maken; Hp.; med. vlees aanmaken; Hp.; perf. med.-pass. gespierd zijn. Hp.

Middle Liddell

σαρκόω, fut. -ώσω σάρξ
to make to look like flesh, of a sculptor, Anth.