συναπολαμβάνω

Revision as of 09:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A receive in common or at once, esp. that which one has a right to, τὰ ἑαυτῶν X.An.7.7.40. II Pass., to be entirely suppressed, Hp.Prorrh.2.24.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. λαμβάνω), mit od. zugleich wieder- od. zurückbekommen, das Schuldige, was man zu fordern hat, z. B. μισθόν, Xen. An. 7, 7, 40.

French (Bailly abrégé)

recevoir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀπολαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, λαμβάνω ἀπὸ κοινοῦ ἢ συγχρόνως, μάλιστα πρᾶγμα ἐφ’ οὗ ἔχω δικαίωμα, ὅμνυμι δέ σοι μηδὲ ἀποδιδόντος (δηλ. τὸν μισθὸν) δέξασθαι ἄν, εἰ μὴ καὶ οἱ στρατιῶται ἔμελλον τὰ ἑαυτῶν συναπολαμβάνειν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 40.

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω από κοινού ή συγχρόνως
2. παθ. συναπολαμβάνομαι
καταστέλλομαι ολοσχερώς.

Greek Monotonic

συναπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω από κοινού ή αμέσως, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συναπολαμβάνω: одновременно получать (sc. τὸν μισθόν Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απολαμβάνω act. tegelijk of mede terugkrijgen. Xen. pass. geheel gestopt worden, geheel onderdrukt worden. Hp.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to receive in common or at once, Xen.