παλιμπλάζομαι
English (LSJ)
Pass., only in aor. part. παλιμπλαγχθείς, foiled, driven back, Il.1.59, Od.13.5 (better divisim).
German (Pape)
[Seite 448] (s. πλάζομαι), zurück getrieben werden, kommt nur im partic. aor. παλιμπλαγχθέντες vor, zurückgetrieben, Il. 1, 59 Od. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
seul. part. ao. Pass. παλιμπλαχθείς;
errer en revenant sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπλάζομαι: Παθ., ἐκ δευτέρου πλανῶμαι· εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀόρ. παλιμπλαγχθέντας, Ἰλ. Α. 59, Ὀδ. Ν. 5. ― Κατά τινας γραπτέον κατὰ διάστασιν: πάλιν πλαγχθέντας, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 278, καὶ Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 482.
English (Autenrieth)
(πλάζω), aor. part. παλιμπλαγχθείς: be driven vainly (drifting) back, Od. 13.5, Il. 1.59.
Greek Monolingual
παλιμπλάζομαι (Α)
επιστρέφω περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλάζομαι «περιφέρομαι»].
Greek Monotonic
πᾰλιμπλάζομαι: Παθ., γυρίζω πίσω και περιπλανιέμαι, μόνο στη μτχ. αορ. αʹ παλιμπλαχθείς, περιπλανώμενος προς την πατρίδα, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμπλάζομαι [πάλιν, πλάζω] alleen ptc. aor. pass., teruggedreven worden.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμπλάζομαι: (только part. aor. pass. παλιμπλαγχθείς) странствовать обратным путем, отправляться в обратный путь Hom.
Middle Liddell
πᾰλιμ-πλάζομαι,
Pass. to wander back, only in aor. 1 part. παλιμπλαγχθείς wandering homewards, Hom.