διαλεκτέον
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
(διαλέγομαι) one must discourse, Isoc.12.134, Pl.Ly. 211c: esp. philosophically, Arist.APo.77b13, Metaph.1012b7.
Spanish (DGE)
1 hay que hablar, hay que disertar οὐκέτι περὶ ἁπασῶν αὐτῶν Isoc.12.134, περὶ τῆς παρασκευῆς Isoc.5.95, περὶ τῆς πλεονεξίας Lib.Or.11.12, cf. Pl.Ly.211c, περὶ γεωμετρίας Arist.APo.77b13, ἐν ἀγεωμετρήτοις περὶ γεωμετρικῶν οὐ δ. Them.in APo.25.32, ἐξ ὁρισμοῦ Arist.Metaph.1012b7, cf. Top.164b8.
2 tr. hay que pronunciar, hay que decir πρὸς δὲ τὸν οἶνον ἅπερ Eὐριπίδης πρὸς τὴν Ἀφροδίτην δ. Plu.2.312b.
Greek (Liddell-Scott)
διαλεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαλέγομαι, πρέπει τις νὰ διαλεχθῇ, συνομιλήσῃ, Ἰσοκρ. 260C, Πλάτ. Λύσ. 211C· ― ἰδίως διαλεκτικῶς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 3.
Greek Monotonic
διαλεκτέον: ρημ. επίθ. του διαλέγομαι, πρέπει να συζητηθεί, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαλεκτέον: adj. verb. к διαλέγομαι и διαλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλεκτέον, adj. verb. van διαλέγομαι, er moet gediscussieerd worden.