παρθέμενος

From LSJ
Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Moy. épq. de παρατίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

παρθέμενος: ἴδε παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

παρθέμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του παρατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

παρθέμενος: эп. part. aor. 2 med. к παρατίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθέμενος -η -ον poët. ptc. aor. med. van παρατίθημι.