Βακχεύς
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
έως, ὁ, = Βάκχος, A.Fr.341, S.Ant.1121, E.Ba.145, etc. (only in lyr.), Orph.H.45.2, APl.4.156, SIG1014.147 (Erythrae), 1024.27 (Myconos).
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
Baqueo, Baco otro n. de Dioniso, S.Ant.1121, E.Ba.145, Io 218, Orph.H.45.2, 52.1, AP 16.156 (Anon.)
•epít. de Dioniso en Naxo, Aglaosthenes 4 (= Andris.Hist.3), en Eritras IEryth.201d.36 (III a.C.), en Miconos SIG 1024.27 (Miconos III/II a.C.) y en Ilion IIl.152.
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, = Βάκχος, Soph. Ant. 1109; Eur. Bacch. 145 Ion. 218; Beiname des Dionysos bei den Nariern, nach Ath. III, 78 c.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
c. Βάκχος.
Greek (Liddell-Scott)
Βακχεύς: έως, ὁ, = Βάκχος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 394, Σοφ. Ἀντ. 1122, Εὐρ. Βάκχ. 145, κτλ., ἀλλὰ μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Βακχεύς: -έως, ὁ= Βάκχος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Βακχεύς: έως ὁ
1) Soph., Eur. = Βάκχος;
2) жрец Вакха, вакхант Eur.