βεβρώθοις
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
v. βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
v. βιβρώσκω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. pf. opt. épq. de βιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
βεβρώθοις: ἴδε ἐν λ. βιβρώσκω.
Greek Monotonic
βεβρώθοις: βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.
Russian (Dvoretsky)
βεβρώθοις: эп. 2 л. sing. pf. opt. к βιβρώσκω.