Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαγώγιον

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰγώγιον Medium diacritics: διαγώγιον Low diacritics: διαγώγιον Capitals: ΔΙΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: diagṓgion Transliteration B: diagōgion Transliteration C: diagogion Beta Code: diagw/gion

English (LSJ)

τό, transit-duty, toll, Plb.4.52.5.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 derecho de peaje μηδένα πράττειν τὸ διαγώγιον τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto Plb.4.52.5.
2 lugar de descanso, An.Par.2.166.

German (Pape)

[Seite 575] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγώγιον: τό, ὁ πρὸς διάβασιν φόρος, Πολύβ. 4. 52, 5· ἴδε παραγώγιον.

Greek Monolingual

διαγώγιον, το (Α)
όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην πόλη του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.

Russian (Dvoretsky)

διαγώγιον: τό пошлина за проезд или провоз, дорожный сбор Polyb.