γήποτος

From LSJ
Revision as of 21:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γήποτος Medium diacritics: γήποτος Low diacritics: γήποτος Capitals: ΓΗΠΟΤΟΣ
Transliteration A: gḗpotos Transliteration B: gēpotos Transliteration C: gipotos Beta Code: gh/potos

English (LSJ)

ον, v. γάποτος.

German (Pape)

[Seite 489] von der Erde getrunken, dor. γαπ., Aesch. Pers. 613 Ch. 95.

Greek (Liddell-Scott)

γήποτος: -ον, ἴδε ἐν λ. γάποτος.

Greek Monolingual

γήποτος και γάποτος, -ον (Α)
αυτός που απορροφάται ή απορροφήθηκε από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ποτος < ποτός < πίνω.

Greek Monotonic

γήποτος: -ον, βλ. γά-ποτος.

Russian (Dvoretsky)

γήποτος: дор. γάποτος 2 впитываемый землей (χοαί, τιμαί Aesch.).