δρυοπαγής

Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

στόλος, in S. Fr. 702, expld. by Eust. 1726.16 as ὁ δρύϊνος πάσσαλος, the oak-fastening instrument, an oaken bolt. (Cf. στόλος, = ἔμβολον, A. Pers. 408.)

Spanish (DGE)

(δρυοπᾰγής) -ές hecho de madera στόλος S.Fr.702.

German (Pape)

[Seite 669] ές, aus Holz zusammengefügt; στόλος oder στύλος Soph. frg. 629; VLL. ὁ δρύϊνος πάσσαλος.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοπᾰγής: -ές, ἐκ ξύλων δρυὸς κατεσκευασμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 629, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743.

Greek Monolingual

δρυοπαγής, -ές (AM)
δρύινος.

Russian (Dvoretsky)

δρυοπᾰγής: сколоченный из дерева (στόλος Soph.).