εἰκοσάμηνος

Revision as of 18:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, twenty months old, AP7.662 (Leon.).

Spanish (DGE)

-ον
de veinte meses de edad ὁ εἰ. ἀδελφός Theoc.Ep.16.

German (Pape)

[Seite 727] von zwanzig Monaten, Leon. Al. 41 (VII, 662).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(âgé) de vingt mois.
Étymologie: εἴκοσι, μήν².

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσάμηνος: -ον, ἔχων εἴκοσι μηνῶν ἡλικίαν, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 662.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM εἰκοσάμηνος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών
2. αυτός που διαρκεί είκοσι μήνες
3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάμηνο
διάστημα είκοσι μηνών.

Greek Monotonic

εἰκοσάμηνος: -ον (μήν), αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκοσάμηνος: двадцатимесячный (νήπιος Anth.).

Middle Liddell

εἰκοσά-μηνος, ον [μήν]
twenty months old, Anth.