ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
inf. fut. épq. de *εἴδω.
εἰδησέμεν: Ἐπ. ἀπαρέμφ. μέλλ., ἴδε *εἴδω Β.
εἰδησέμεν: απαρ. Επικ. μέλ., βλ. *εἴδω Β.
εἰδησέμεν: и εἰδήσειν эп. inf. fut. к *εἴδω.