ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
inf. fut. épq. de *εἴδω.
εἰδησέμεν: и εἰδήσειν эп. inf. fut. к *εἴδω.
εἰδησέμεν: Ἐπ. ἀπαρέμφ. μέλλ., ἴδε *εἴδω Β.
εἰδησέμεν: απαρ. Επικ. μέλ., βλ. *εἴδω Β.