μαλοπάρῃος

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 91] dor. = μηλοπάρῃος, äpfelwangig, rothe Wangen wie ein Apfel habend, Theocr. 26, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. ἀντὶ μηλοπάρῃος, Θεόκρ. 26. 1.

Greek Monotonic

μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. αντί μηλοπάρῃος.

Russian (Dvoretsky)

μᾱλοπάρῃος: (πᾰ) дор. = *μηλοπάρειος.