μαλοπάρῃος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
German (Pape)
[Seite 91] dor. = μηλοπάρῃος, äpfelwangig, rothe Wangen wie ein Apfel habend, Theocr. 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. ἀντὶ μηλοπάρῃος, Θεόκρ. 26. 1.
Greek Monotonic
μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. αντί μηλοπάρῃος.
Russian (Dvoretsky)
μᾱλοπάρῃος: (πᾰ) дор. = *μηλοπάρειος.