μετεισδύνω

From LSJ
Revision as of 04:18, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεισδύνω Medium diacritics: μετεισδύνω Low diacritics: μετεισδύνω Capitals: ΜΕΤΕΙΣΔΥΝΩ
Transliteration A: meteisdýnō Transliteration B: meteisdynō Transliteration C: meteisdyno Beta Code: meteisdu/nw

English (LSJ)

[ῡ], εἰς ἄλλο ὄστρακον change and slip into another shell, Arist.HA548a16.

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύνω), aus Einem ins Andere eindringen, hinübergehen, Arist. H. A. 5, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μετεισδύνω: εἰς... ἐξέρχομαι ἔκ τινος μέρους καὶ εἰσδύομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν καρκινίων, ἅτινα αὐξανόμενα καταλείπουσι τὸ πρῶτον ὄστρακον καὶ εἰσδύονται εἰς ἄλλο μεῖζον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22.

Greek Monolingual

μετεισδύνω (Α)
(ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εἰσ-δύνω «εισέρχομαι»].

Russian (Dvoretsky)

μετεισδύνω: (ῡ) переходить (εἴς τι Arst.).