πολύστομος

From LSJ
Revision as of 13:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστομος Medium diacritics: πολύστομος Low diacritics: πολύστομος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: polýstomos Transliteration B: polystomos Transliteration C: polystomos Beta Code: polu/stomos

English (LSJ)

ον, A many-mouthed, φλέψ Hp.Oss.13; of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.67; Νεῖλος v.l. for sq. in Nic.Th. 175. II uttered by many mouths, φήμη Nonn.D.26.275.

German (Pape)

[Seite 674] vielmündig, sp. D., wie Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστομος: -ον, ὁ ἔχων στόματα, φλὲψ Ἱππ. 277. 56· Νεῖλος Νικ. Θηρ. 175. ΙΙ. ὁ πολλὰ λαλῶν, λάλος, φήμη Νόνν. Δ. 26. 277· ἠχὼ ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστομος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά στόμια («πολύστομος Νεῖλος», Νικ. θηρ.)
2. αυτός που λέει πολλά, ο φλύαρος
μσν.-αρχ.
αυτός που λέγεται από πολλά στόματα («πολύστομος φήμη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].

Russian (Dvoretsky)

πολύστομος: многоговорящий (εἴς τι Plut.).