προσεῖκα
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
[Seite 757] att. statt προσέοικα, w. m. s.
v. *προσείκω.
προσεῖκα: Ἀττ. ἀντὶ προσέοικα, ὃ ἴδε.
Α
(αττ. τ.) βλ. προσέοικα.
προσεῖκα: Αττ. αντί προσέοικα.
προσεῖκα: стяж. = προσέοικα.