τραχηλισμός
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
English (LSJ)
ὁ, A seizing by the neck, 'scragging', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.Lex.5, Gal.Parv.Pil.2 (pl.), Ath.1.14f (pl.). 2 wry neck, stiff neck, Diocl.Fr.141 (pl.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de renverser qqn le cou en arrière.
Étymologie: τραχηλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλισμός: ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, τέχνασμα παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ τραχηλίζω
(στην πάλη) τέχνασμα με το οποίο ο παλαιστής προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και γρήγορα
νεοελλ.
ιατρ. σπασμωδική συστολή του τραχήλου κατά τη διάρκεια επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει δυσχέρεια στη φλεβική κυκλοφορία
αρχ.
δυσκίνητος ή άκαμπτος τράχηλος.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰχηλισμός: ὁ запрокидывание головы (противнику), хватание за горло Plut., Luc.